- μυλλαίνω
- μυλλαίνω (Α) [μύλλον]στραβώνω το στόμα για εμπαιγμό, κάνω μορφασμούς με τα χείλια για να περιπαίξω κάποιον, μυκτηρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυλλίζω — (Α) μυλλαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μυλλαίνω κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
προμυλλαίνει — πρό μυλλαίνω distort the mouth pres ind mp 2nd sg πρό μυλλαίνω distort the mouth pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμύλλαινον — ἀπό μυλλαίνω distort the mouth imperf ind act 3rd pl ἀπό μυλλαίνω distort the mouth imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμυλλαίνω — (Α) [μυλλαίνω] στραβώνω χλευαστικά τα χείλη, μορφάζω … Dictionary of Greek
μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω … Dictionary of Greek
μυλλός — (I) μυλλός, ή, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν» 2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ.… … Dictionary of Greek
μύλλον — μύλλον, τὸ (Α) χείλος («καὶ γὰρ τὰ χείλη μύλλα προσαγορεύουσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μύλλον, μυλλός (I), μυλλαίνω ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *mū, ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, άναρθρο μουρμούρισμα (πρβλ. μυ κ ῶμαι… … Dictionary of Greek
προμυλλαίνω — Α σουφρώνω τα χείλη σε ένδειξη εμπαιγμού ή δυσαρέσκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μυλλαίνω «μορφάζω»] … Dictionary of Greek
mū̆ -1 — mū̆ 1 English meaning: to murmur, moo (expr.) Deutsche Übersetzung: Schallnachahmung for den with gepreßten Lippen erzeugten dumpfen Laut: “undeutlich reden, unartikuliert murmeln (hence also words for ‘stumm”); mouth, muzzle; den… … Proto-Indo-European etymological dictionary